Το παρακάτω κείμενο συνδιαμορφώθηκε από ομάδα εργασίας των Ανοικτών Ελευθεριακών Συναντήσεων για μια εκδήλωση με θέμα το προσφυγικό στην κατάληψη Στρούγκα την Παρασκευή 4.6.16. Ζήτημα που κατά τη γνώμη μας αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα θέματα που πρέπει να ασχοληθεί, και ασχολείται κιόλας σε μεγάλο βαθμό, το κίνημα.
Υπάρχουν πολλές οπτικές από τις οποίες αξίζει να εξετάσει κανείς τα γεγονότα που ζήσαμε το τελευταίο διάστημα, καθώς και την εξέλιξη που είχε το μεταναστευτικό μέχρι σήμερα και θα πάρει στο μέλλον. Η δική μας οπτική, δηλαδή αυτή της εκδήλωσης, ήταν η θέση του κινήματος στην Ελλάδα μέσα στο όλο ζήτημα. Οι σχέσεις του με τις κινήσεις του κράτους, των ΜΚΟ, των εθελοντών, του τεράστιου κύματος ανθρωπιστικής βοήθειας, αλλά βεβαίως και των ανθρώπων που αποκαλούνται πρόσφυγες ή και μετανάστες, χωρίς ούτε η μια ούτε η άλλη έννοια να μπορεί να εκφράσει σωστά τη συνθήκη τους, πόσο μάλλον ο διαχωρισμός τους. Η οπτική μας ήταν αυτή των δικών μας απαιτήσεων σε σχέση με το τι πρέπει να κάνουμε, των δικών μας δυνατοτήτων, αδυναμιών κτλ. σε σχέση με το ζήτημα.
Παρακάτω παρουσιάζονται, με τη μορφή ενιαίας εισήγησης, οι άξονες πάνω στους οποίους θελήσαμε να κινηθεί η συζήτηση, ενώ προηγήθηκε ένα σύντομο βίντεο με θέμα τους αγώνες των μεταναστών. Που μας θυμίζουν ότι είναι συνδεδεμένοι με τους δικούς μας αγώνες για έναν κόσμο που δεν θα υπάρχουν ούτε σύνορα ούτε εθνικότητες.
Όταν την άνοιξη του 2015 ξεκίνησε η μαζική έξοδος μεταναστών προς την Ευρώπη1, η στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν να εισέλθουν σε αυτή όσοι μετανάστες είχαν τις απαραίτητες σωματικές και μορφωτικές ικανότητες για να επανδρώσουν κάποιες συγκεκριμένες θέσεις εργασίας. Το πρώτο στάδιο διαλογής της εργασιακής δύναμης είναι ο φράχτης στα σύνορα του Έβρου. Από τη στιγμή που οι περισσότεροι μετανάστες εισέρχονται στην ευρωπαϊκή ήπειρο περνώντας από την Τουρκία στην Ελλάδα, το σφράγισμα των ελληνοτουρκικών συνόρων στον Έβρο αποτελεί το πρώτο εμπόδιο για κάθε «επίδοξο» μετανάστη που θέλει να εισέλθει στην Ευρώπη, καθώς εκείνο το σημείο αποτελεί το μόνο χερσαίο σύνορο ανάμεσα στα δύο κράτη. Το μοναδικό «μονοπάτι» που έμεινε ανοικτό είναι το θαλάσσιο, το οποίο όντας περισσότερο επικίνδυνο αποτελεί ένα πρώτο «κόσκινο»: ηλικιωμένοι, άτομα με αναπηρίες, οικογένειες με μικρά παιδιά ίσως να μην αποπειραθούν να το διασχίσουν, κι αν το επιχειρήσουν, σε ένα ενδεχόμενο «ατύχημα» έχουν μικρότερες πιθανότητες να επιβιώσουν και να φτάσουν εν τέλει στα ελληνικά νησιά. Επίσης, η θαλάσσια «ταρίφα» των διακινητών είναι υψηλότερη, αποκλείοντας έτσι τα πιο αδύναμα οικονομικά στρώματα. Από τις αρχές του Δεκεμβρίου, το τουρκικό κράτος άρχισε μια αυστηρότερη περιπολία των ακτών του με αποτέλεσμα να μειωθούν οι μεταναστευτικές ροές. Επιπλέον, με την υπόσχεση της απ’ ευθείας μετεγκατάστασης των Σύριων προσφύγων σε ευρωπαϊκές χώρες, οι ροές μειώθηκαν ακόμη περισσότερο και στα ελληνικά νησιά πλέον κατέφταναν κυρίως μόνο όσοι δεν είχαν ελπίδες για μετεγκατάσταση: Αφγανοί, Πακιστανοί κλπ. Από τις 8 Μαρτίου του 2016, ξεκίνησαν οι ΝΑΤΟϊκές συνοριακές περιπολίες στο Αιγαίο -προς στήριξη των αντίστοιχων ελληνικών και τουρκικών- κι από τότε οι ροές είναι σχεδόν μηδενικές2. Επί της ουσίας, τα σύνορα σφραγίστηκαν πλήρως: η πρώτη φάση της διαλογής εισόδου στην ΕΕ ολοκληρώθηκε, οι θέσεις των «υποψήφιων» καλύφθηκαν.
Για να μπορέσει να διεκπεραιωθεί η δεύτερη φάση της διαλογής μεταναστών, θα έπρεπε τα πράγματα να κυλήσουν ομαλά βάσει της συμφωνίας του Δουβλίνου περί καταγραφής. Το ελληνικό κράτος όμως αποφάσισε να μετατραπεί σε χώρα-transit, κάνοντας τα στραβά μάτια και παρακάμπτοντας τις επίσημες θεσμικές διαδικασίες, αφήνοντας τους μετανάστες (αρχικά από οποιαδήποτε χώρα προέλευσης) να περνάνε τα σύνορα για να κατευθυνθούν προς άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Παρόλο το χοντρό «κωλόχερο» που του έβαζαν άλλα κράτη της ΕΕ, το ελληνικό κράτος σφύριζε αδιάφορα. Ως εκ τούτου, η κεντρική στρατηγική της ΕΕ κατέρρευσε και το κάθε μεμονωμένο κράτος ακολούθησε το παράδειγμα της Ελλάδας: να λειτουργήσει βάσει των δικών του συμφερόντων, ανοίγοντας ή κλείνοντας τα σύνορά του κατά βούληση.
Βλέπουμε λοιπόν ότι το ελληνικό κράτος παρέβλεψε την πολιτική της ΕΕ και χάραξε τον δικό του δρόμο προσπαθώντας να «ξεφορτωθεί» από την επικράτειά του όσους περισσότερους μετανάστες μπορούσε – και μαζί με τους μετανάστες που ήρθαν τώρα, εγκατέλειψε τη χώρα κι ένας σημαντικός αριθμός μεταναστών χωρίς χαρτιά που ζούσε κι εργαζόταν για χρόνια στην Ελλάδα, ελπίζοντας ότι τώρα θα μπορούσε να φτάσει σε κάποια χώρα του ευρωπαϊκού Βορρά. Η οδός αυτή που ακολούθησε το ελληνικό κράτος φαινομενικά φαίνεται παράδοξη, από τη στιγμή που επί δύο ολόκληρες δεκαετίες η φτηνή εργασία των μεταναστών αποτελούσε σημαντικό συστατικό της κερδοφορίας του ελληνικού κεφαλαίου. Όμως, όταν αναφερόμαστε στην εργασία στην Ελλάδα του σήμερα μιλάμε με όρους διαδεδομένης επισφαλούς και μαύρης εργασίας, ακόμη και για σταθερή κατάσταση ανεργίας. Δεν έχουμε να κάνουμε με μια απλή επέκταση της επισφάλειας, αλλά με μια ακραία ελαστικοποίηση της «κανονικής» μισθωτής εργασίας: η απασχόληση γίνεται ολοένα και πιο ασταθής, με αυξανόμενα προσωρινή εργασία, βραχυπρόθεσμες συμβάσεις, και συχνά είναι ανεπίσημη. Αυτά σε συνδυασμό με την ανάπτυξη των προγραμμάτων της λεγόμενης κοινωφελούς εργασίας (workfare), έχουν κάνει την απασχόληση λιγότερο ευδιάκριτη, σε ποιοτικό επίπεδο, από την ανεργία. Η απορρύθμιση αυτή των εργασιακών σχέσεων έχει οδηγήσει ένα υπολογίσιμο κομμάτι του ντόπιου προλεταριάτου να εργάζεται με συνθήκες παρόμοιες με αυτές που μέχρι πρότινος φυλάσσονταν αποκλειστικά για τους μετανάστες εργάτες.
Τα παραπάνω σε συνδυασμό με την μείωση των θέσεων εργασίας σημαίνουν ότι στην περίπτωση που ένας μεγάλος αριθμός μεταναστών τελικά εγκλωβιζόταν στην Ελλάδα, δεν θα μπορούσε να απορροφηθεί στην εγχώρια αγορά εργασίας. Ως εκ τούτου, το ελληνικό κράτος προσπάθησε για όσο περισσότερο καιρό μπορούσε να θέτει τις μικρότερες δυνατές δυσκολίες στη συνεχή μαζική ροή μεταναστών προς τα κράτη του Βορρά, ακόμη κι αν αυτό σήμαινε ότι θα βρεθεί αργότερα υπόλογο στα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη. Λόγω της αδυναμίας του να διαχειριστεί μια ενδεχόμενη εγκατάσταση ενός μεγάλου αριθμού νεοαφιχθέντων μεταναστών στην επικράτειά του, το ελληνικό κράτος προσπάθησε να τους μειώσει όσο το δυνατόν περισσότερο δίνοντάς τους το ελεύθερο να περνάνε εκτός των συνόρων του.
Όταν πλέον στα τέλη του χειμώνα με αρχές της άνοιξης του 2016, η συνοριακή ροή προς τις χώρες του Βορρά άρχισε να στενεύει όλο και περισσότερο, με τα γειτονικά κράτη τελικά να κλείνουν τα σύνορά τους για τους μετανάστες, η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ανακοίνωσε ότι η Ελλάδα θα φιλοξενήσει μεγάλους αριθμούς μεταναστών για τα επόμενα τουλάχιστον τρία χρόνια. Τέθηκε λοιπόν για το ελληνικό κράτος το ζήτημα της διαχείρισης των πληθυσμών αυτών. Παλιότερα, η συνθήκη για τους μετανάστες που εισέρχονταν παράνομα στη χώρα ήταν η εξής: περιπλάνηση στις μητροπόλεις ή την επαρχία προς εξεύρεση στέγης κι εργασίας, κι ίσως η κατάθεση αιτήματος για την έκδοση άδειας παραμονής στις αρμόδιες υπηρεσίες. Υπό αυτές τις συνθήκες, η διαχείριση των μεταναστών βάραινε τον κάθε μεμονωμένο εργοδότη τους, τον σπιτονοικοκύρη τους και τα επιμέρους αστυνομικά τμήματα – και μέχρι την ανάδυση του αντιναζιστικού κράτους, και τη Χρυσή Αυγή3. Αυτό το μοντέλο δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει στις παρούσες συνθήκες: είναι αμφίβολο το κατά πόσον οι μετανάστες θα μπορούσαν να βρουν δουλειά, οπότε να ενοικιάσουν και στέγη. Ως εκ τούτου, οι μετανάστες θα έπρεπε να βρουν άλλους τρόπους για την κάλυψη των καθημερινών τους αναγκών διαβίωσης, γεγονός που θα επέφερε πρόβλημα δημόσιας τάξης. Ήταν ξεκάθαρο ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν μπορούσαν να αφεθούν στη τύχη τους, με τη διαχείρισή τους να γίνεται αποκεντρωμένα σύμφωνα με τις κατά τόπους συνθήκες που θα προέκυπταν. Χρειαζόταν να υπάρξει μια κεντρικά οργανωμένη διαχείριση.
Η μαζική κι οργανωμένη κρατική διαχείριση των μεταναστών αυτής της περιόδου γίνεται μέσω του κρατικού ανθρωπισμού: το κράτος διακηρύττει την αλληλεγγύη του προς τα «κακότυχα θύματα του πολέμου». Έτσι, αναλαμβάνει την κοινωνική τους αναπαραγωγή, το οποίο σημαίνει ότι αναλαμβάνει και τη διαχείριση και πειθάρχησή τους. Αυτό δεν σημαίνει ότι το κράτος έγινε αντιρατσιστικό, αλλά αντιθέτως ότι ο κρατικός ανθρωπισμός πηγαίνει πακέτο με τον ρατσισμό: το έθνος-κράτος, αντί να αναγνωρίσει τους μετανάστες ως πολίτες απλώς τους παρέχει μια βασική σίτιση και στέγαση, επιφυλάσσοντάς τους διαφορετικές συνθήκες από εκείνες του κυρίαρχου έθνους. Ο κρατικός ανθρωπισμός είναι εκείνος που έρχεται να διαχωρίσει με τον σαφέστερο δυνατό τρόπο το ντόπιο από το μεταναστευτικό προλεταριάτο, θέτοντας το δεύτερο στο περιθώριο της ήδη αποδιοργανωμένης κοινωνικής αναπαραγωγής του ντόπιου προλεταριάτου κι όσων μεταναστών από τα περασμένα κύματα μετανάστευσης κατάφεραν ν’ αποκτήσουνε χαρτιά. Μπορεί αυτή την περίοδο το έθνος-κράτος να αναγνωρίζει τους μετανάστες ως υποκείμενα -τουλάχιστον, όσους καλύπτουν το νομικό ορισμό του «πρόσφυγα πολέμου»- και να τους θέτει υπό την προστασία του, όμως συνεχίζει να αρνείται να τους αναπαράγει υπό τους ίδιους όρους με τους ντόπιους. Αυτό είναι αναπόσπαστο στοιχείο της εν-τω-διαχωρισμώ-ενότητας πάνω στην οποία βασίζονται οι καπιταλιστικές κοινωνίες: το κράτος αναπαράγει την ολότητα της κοινωνίας, αλλά ως διαχωρισμένη.
Το έθνος-κράτος προσφέρει στους πολίτες του τη διασφάλιση της αναπαραγωγής τους, και την σε μεγάλο βαθμό απαλλαγή τους από τις «κατώτερες» δουλειές. Αυτές επιφυλάσσονται για τους μετανάστες, ενώ παράλληλα αποκλείονται σε μεγάλο βαθμό κι από την μέριμνα της κρατικά ηγούμενης «κανονικής» κοινωνικής αναπαραγωγής. Ο ρατσισμός είναι το μέσο με το οποίο γίνεται αυτός ο φυλετικός καταμερισμός της εργασίας. Το ελληνικό κράτος μέσω του ανθρωπισμού του μπορεί να προωθήσει την αναδιάρθρωση των κοινωνικών σχέσεων ώστε να δημιουργήσει ακόμη περισσότερο υποτιμημένες μορφές ύπαρξης κι επιβίωσης, εγκαλούμενο την ανάγκη της κοινωνικής αναπαραγωγής (κι αργότερα πιθανώς κι ενσωμάτωσης) των μεταναστών. Και το κάνει.
Τα κέντρα φιλοξενίας, είτε «ανοιχτού» είτε «κλειστού τύπου»4, φυτρώνουν σαν μανιτάρια ανά την επικράτεια κι απαριθμούνται σε περισσότερα από σαράντα. Οι αρχικές δομές «ανοιχτού τύπου» σιγά-σιγά όλο και «κλείνουν», χωρίς να επιτρέπεται σε αυτές η έξοδος πολλών εκ των μεταναστών, ενώ απαγορεύεται η είσοδος σε όσους «δεν έχουν κάποια δουλειά εκεί», με την αστυνομία να αποκτά τον έλεγχο της εισόδου και της εξόδου. Παράλληλα, τα νεώτερα κέντρα κατασκευάζονται από τον στρατό, με τον ίδιο να αναλαμβάνει τη διαχείρισή τους και με στρατιωτικούς να δίνουν το παρόν εντός τους για την επιτήρηση των μεταναστών. Τα σύνορα δεν είναι απλώς «χαρακιές στο σώμα του πλανήτη», αλλά αποτελούν μια κοινωνική σχέση. Οι μετανάστες, ακόμη κι όταν καταφέρουν να τα διασχίσουν, δεν σημαίνει ότι πλέον μπορούν να κινηθούν ελεύθεροι εντός της χώρας, παραμένουν οι άλλοι, αποκλεισμένοι από την πολιτική κοινότητα του έθνους-κράτους. Και το μπατσοστρατιωτικό σύμπλεγμα παραμένει ο κατεξοχήν αρμόδιος για τη διαχείρισή τους.
Πλέον, θεωρείται απόλυτα φυσιολογικό ότι περίπου 54.000 άνθρωποι θα ζουν σε σκηνές και σε κοντέινερ, με πολλούς από αυτούς να μην έχουν το δικαίωμα να εξέλθουν από τις εγκαταστάσεις στις οποίες διαμένουν, έχοντας την κρατική παροχή πολλές φορές μόλις ενός γεύματος την ημέρα και με την κοινωνία των πολιτών να αναλαμβάνει ένα μεγάλο κομμάτι της αναπαραγωγής τους, πάντα «σε είδος» και ποτέ με χρηματική μορφή5. Αυτή την περίοδο βιώνουμε μια νέα διαίρεση του εγχώριου πολυεθνικού προλεταριάτου. Καθώς σιγά-σιγά εφευρίσκεται, για τα δεδομένα της Ελλάδας, ένας νέος «πάτος» για τους μετανάστες με νέες μορφές αποκλεισμού τους, το ντόπιο προλεταριάτο γινόμαστε ξανά οι προνομιούχοι που απολαμβάνουμε την αναγνώριση του έθνους-κράτους. Και κάπως έτσι, η επισφαλής, ασταθής και προσωρινή μισθωτή εργασία ανακηρύσσεται η νέα κανονικότητα της «φυσιολογικής» κοινωνικής αναπαραγωγής, με τους μετανάστες να (ημι)αποκλείονται από αυτή.
Ήδη μπορούμε να πάρουμε μια πρώτη γεύση για το νέο μοντέλο σχέσεων εκμετάλλευσης που πρόκειται να αναδυθεί για τους μετανάστες ώστε να μπορέσουν να ενσωματωθούν στην εγχώρια αγορά εργασίας με κερδοφόρους για το κεφάλαιο όρους. Στα τέλη του Απριλίου του 2016, στα πλαίσια της ανθρωπιστικής της πολιτικής, η κυβέρνηση πέρασε μια τροπολογία σε νομοσχέδιο του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης η οποία προβλέπει την ασφάλιση των παράνομων μεταναστών που απασχολούνται σε εποχιακές αγροτικές εργασίες μέσω εργοσήμου του ΟΓΑ6. Για να μπορέσει όμως ένας μετανάστης να ασφαλιστεί, σημαίνει ότι πρέπει να του εκδοθεί άδεια εργασίας. Βάσει της τροπολογίας αυτής, η άδεια εργασίας δεν θα εκδίδεται ονομαστικά στον μετανάστη εργάτη γης που λαμβάνει το εργόσημο, αλλά θα δίνεται στον εργοδότη ο οποίος θα την παραχωρεί στον μετανάστη για όσο καιρό τον απασχολεί. Και φυσικά, η έκδοση αυτής της άδειας εργασίας είναι τελείως αποσυνδεδεμένη από την έκδοση άδειας παραμονής, οπότε ο χωρίς χαρτιά μετανάστης εργάτης γης δεν θα λαμβάνει άδεια παραμονής και θα συνεχίζει να ζει σε καθεστώς παρανομίας. Και στην περίπτωση που απολυθεί ή παραιτηθεί, χάνει αυτομάτως και την άδεια εργασίας. Κάπως έτσι, ανοίγει ο δρόμος ώστε η απασχόληση παράνομων μεταναστών να γίνει νόμιμη για τα αφεντικά και ασφαλιστικές εισφορές να ρέουν προς τα κρατικά ταμεία, χωρίς όμως να νομιμοποιείται η παραμονή των ίδιων των μεταναστών στη χώρα οπότε και χωρίς μεγάλο κομμάτι των εισφορών αυτών να επιστρέφει πίσω στους μετανάστες ως επίδομα ανεργίας ή σύνταξη κλπ. Να σημειώσουμε εδώ πως η πλειοψηφία των δομών φιλοξενίας βρίσκεται εκτός μητροπόλεων σε αγροτικές περιοχές της επαρχίας, κι ότι αυτός ο νόμος δεν ήρθε ουρανοκατέβατος αλλά υπήρχε σχετικός σχεδιασμός αρκετών μηνών6.
Προσπαθώντας τώρα να οριοθετήσουμε το κίνημα φιλοξενίας και αλληλεγγύης που αναπτύχθηκε σε αυτόν τον «τιμημένο» τόπο τη χρονιά που πέρασε, επιλέγουμε, χοντρικά, δύο ημερομηνίες: από το Πάσχα του 2015 μέχρι και τον Μάρτιο του 2016. Αυτές οι δύο ημερομηνίες επιλέγονται όχι μόνο ποσοτικά (με την έννοια ότι τον Απρίλιο-Μάιο 2015 οι λεγόμενες μεταναστευτικές ροές αυξάνονται αισθητά λόγω της μαζικής αυθόρμητης εν πολλοίς μετακίνησης των Σύριων προσφύγων από την Τουρκία, ενώ από τον περασμένο Μάρτιο έχουμε αντίστοιχα αισθητή μείωση των «ροών» λόγω της εφαρμογής της συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας και του παράλληλου σφραγίσματος των χερσαίων συνόρων της χώρας), αλλά και ποιοτικά (με την έννοια ότι η αρχική ευφορία του «refugees welcome» έχει δώσει τη θέση της στον ανοιχτό ρατσισμό της κρατικής διαχείρισης ήδη από το φθινόπωρο, και αυτή την περίοδο συντελείται η παγίωση κι αποτύπωσή του σε χωροταξικό επίπεδο με τον πολλαπλασιασμό των κέντρων κράτησης ανά την επικράτεια). Στόχος μας είναι η περιγραφή αυτού που συντελέστηκε σε κινηματικό επίπεδο το προαναφερθέν διάστημα, προσπαθώντας να δώσουμε ένα έναυσμα για το άνοιγμα περαιτέρω συζήτησης γύρω από ζήτημα.
Είναι όμως απαραίτητο να περιγράψουμε σε αδρές γραμμές το φόντο εντός του οποίου ξεδιπλώνεται το εν λόγω κίνημα.
Αναμφισβήτητα, από ανταγωνιστική σκοπιά, η δυναμική αυτής της περιόδου καθορίζεται από τους αγώνες των ίδιων των μεταναστών. Αυτό πρέπει να το λέμε όχι για ηθικούς ή ενοχικούς λόγους, ούτε από λατρεία στο αφηρημένο υποκείμενο «μετανάστης». Πρόκειται για συγκεκριμένους αγώνες, με το δικό τους ιδιαίτερο περιεχόμενο, οι οποίοι κατά τη διεξαγωγή τους σχημάτισαν κοινότητες αγώνα, άλλες περισσότερο εφήμερες και άλλες λιγότερο συμβατικές κι αναγνωρίσιμες. Σε κάθε περίπτωση, όμως, αμφισβήτησαν κυρίαρχες σχέσεις και νοήματα (με κύρια αιχμή το αίτημα για ελεύθερη μετακίνηση, την αμφισβήτηση των συνόρων και λιγότερο, και χρονικά μεταγενέστερο, το αίτημα για ανανέωση των προσωρινών αδειών παραμονής), ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις (Ειδομένη) επιτέθηκαν κατά μέτωπο στις δυνάμεις που έγιναν αντιληπτές ως έλεγχος και καταστολή πάνω στην ίδια τους τη ζωή. Σε άλλες περιπτώσεις (Χίος, Ειδομένη) προχώρησαν σε αποκλεισμούς βασικών εμπορικών διαδρομών (λιμάνι, σιδηροδρομικές γραμμές, κεντρικές οδικές αρτηρίες), ενώ σε τουλάχιστον μια περίπτωση (Μόρια) διερρήχθησαν μαζικά τα συρματοπλέγματα του στρατοπέδου κράτησης με σκοπό τη διαφυγή. Δεν έλειψαν επίσης οι καταλήψεις κτημάτων (Ειδομένη) και οι επιθέσεις σε κυβερνητικά στελέχη. Οπωσδήποτε, όσα αναφέρονται τώρα δεν είναι εξαντλητικά και θα χρειαζόταν μια ξεχωριστή εκδήλωση για διεξοδικότερη συζήτηση πάνω στο θέμα αυτό. Εδώ αρκούμαστε στο να επισημάνουμε ακριβώς τα ζητήματα περιεχομένου, αμφισβήτησης και έμπρακτης κριτικής που διατύπωσαν οι αγώνες των προσφύγων/μεταναστών σε Αθήνα και επαρχία.
Ένα δεύτερο σημείο σχετίζεται με αυτό που κατά κάποιον τρόπο αποτελεί μια από τις κεντρικές αντιφάσεις της περιόδου και διαπερνά τα ίδια τα κοινωνικά υποκείμενα που ακούν στο όνομα μετανάστες/πρόσφυγες – αλλά και μεγάλο τμήμα του ντόπιου προλεταριάτου. Ενώ είναι ίσως σαφείς οι ισχυρές προσδοκίες των μεταναστών/προσφύγων για μια καλύτερη ζωή, οι οποίες τους ωθήσαν στην επιλογή να πραγματοποιήσουν αυτό το ταξίδι, εντούτοις δεν είναι ξεκάθαρο αν θα μπορέσουν πράγματι να αφομοιωθούν στους κοινωνικούς σχηματισμούς που τους υποδέχτηκαν (αναφερόμαστε εδώ στις χώρες της ΕΕ), αν έχουν πράγματι την προοπτική μιας εργασιακής δύναμης με μίνιμουμ αλλά υπαρκτά δικαιώματα ή μιας περίσσειας, και ως εκ τούτου μη εργασιακής δύναμης, η οποία χρήζει ειδικής διαχείρισης που περιλαμβάνει τον αποκλεισμό τους και την αρνητική ενσωμάτωση. Εδώ δεν ισχυριζόμαστε τόσο ότι κατέχουμε μια ξεκάθαρη απάντηση (αν και κλίνουμε σαφώς προς την άποψη ότι η δεύτερη προοπτική είναι κυρίαρχη αυτό το χρονικό διάστημα και θα παραμείνει για αρκετό χρόνο ακόμα, όσο η υποτίμηση της εργασίας συνεχίζει να αποτελεί την κύρια στρατηγική για την αύξηση του ποσοστού κέρδους). Οι μετανάστες ως δυνητική εργασιακή δύναμη βρίσκονται στο όριο αυτής της αντίφασης. Και όπου υφίστανται οριακές καταστάσεις, είναι η ιδιαίτερη λογική του κράτους που αναλαμβάνει τη διαχείριση των σωμάτων.
Όπως ειπώθηκε και παραπάνω, αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί κρατικός ανθρωπισμός αποτελεί συστατικό στοιχείο των αντιφατικών συνθηκών στις οποίες αναφερθήκαμε, είτε ως κρατική ιδεολογία που συνοδεύει τη διαδικασία διαλογής στην οποία υποβάλλονται οι πρόσφυγες που περνούν τα θαλάσσια σύνορα (και ως επικήδειος των χιλιάδων νεκρών στο Αιγαίο), είτε ως κρατική στρατηγική που κάνει τα στραβά μάτια στην «αποσυμφόρηση» του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού από πολλούς ανέργους μη Σύριους μετανάστες που περνάνε τα σύνορα προς την υπόλοιπη Ευρώπη, είτε, εσχάτως, ως κρατική δικαιολόγηση/νομιμοποίηση της ανοιχτά ρατσιστικής διαχείρισης των προσφύγων με τον εκβιασμό της παροχής ασύλου και τον «ελεύθερο» εγκλεισμό τους σε κέντρα κράτησης εκτός του ιστού των πόλεων.
Σε αυτό το πλαίσιο, και πέρα από αυτή την πρόχειρη κατηγοριοποίηση, μπορούμε να μιλάμε για «αυθόρμητο ανθρωπισμό» ή «ανθρωπισμό από τα κάτω», όπως διατείνεται και η πρόσφατη αφίσα για το διήμερο του Κυριακάτικου Σχολείου Μεταναστών, ως κάτι αυτοφυές ή, αν προτιμάτε, ως μια ανεξάρτητη μεταβλητή;
Παρόλο που η παροχή βοήθειας στους πρόσφυγες με ίδια μέσα ήταν μαζική και κάλυψε σχεδόν όλη την Ελλάδα, εντούτοις δεν νομίζουμε ότι μπόρεσε να επιδράσει ανταγωνιστικά, πόσο μάλλον να καθορίσει τις εξελίξεις. Και αυτό, καταρχήν, γιατί σε όλο της το εύρος, χρονικό και γεωγραφικό, καθορίστηκε από τη σύζευξή της με την επιθυμία και κίνηση των προσφύγων να εγκαταλείψουν την Ελλάδα. Το να προσφέρεις τρόφιμα, ρούχα κλπ, σε πρόσφυγες που εγκαταλείπουν τη χώρα μοιάζει περισσότερο με εγκάρδιο αποχαιρετισμό παρά με πράξη αμφισβήτησης. Μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις η υλική στήριξη στους πρόσφυγες συνοδεύτηκε και από στήριξη σε ρηξιακές κινήσεις εκ μέρους τους. Πόσο μάλλον σε από κοινού ρηξιακές κινήσεις. Είναι διαφορετικό να διεξάγεις έναν αγώνα για σένα και σε αυτή σου την κίνηση να συναντιέσαι με άλλα αγωνιζόμενα υποκείμενα, είναι διαφορετικό να στηρίζεις κάποιον άλλον που αγωνίζεται, και είναι επίσης διαφορετικό κάποιος να αγωνίζεται κι εσύ να βρίσκεσαι αρκούντως μακριά «στηρίζοντας» αφηρημένα ή και καθόλου. Οι συναντήσεις που παρήχθησαν αφορούσαν κυρίως τη δεύτερη και τη τρίτη περίπτωση. Δηλαδή, θεώρησαν ως δεδομένη, και με τον τρόπο τους αναπαρήγαγαν, την απόσταση μεταξύ ντόπιων και μεταναστών.
Δεν μας ενδιαφέρει να προσεγγίσουμε το ζήτημα από συναισθηματικής πλευράς. Πολλές φορές η επίκληση στο συναίσθημα συνεισφέρει στη διανοητική σύγχυση.
Από τη στιγμή, λοιπόν, που η παροχή τροφίμων και ρούχων αναγορεύτηκε σε ανταγωνιστική πράξη, ήδη μιλάμε για μια πρώτη θεμελιώδη νίκη του ανθρωπισμού ως κίνημα πλέον. Και θα ήταν περιττό να τονίσουμε ότι αυτό ακριβώς ήταν και το πεδίο που κινήθηκε όχι μόνο το επίσημο κράτος, αλλά ολόκληρη η κοινωνία των πολιτών: από τις μεγάλες επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα και το τελευταίο «ευαίσθητο» σπίτι, μέχρι τις εκάστοτε δημοτικές αρχές και τους κάθε λογής συλλόγους και ενώσεις. Και θα ήταν περιττό, αν στο εσωτερικό του λεγόμενου ανταγωνιστικού κινήματος δεν επικρατούσαν αντιλήψεις που έκαναν ότι δεν υπάρχει σύμπλευση με την επίσημη κρατική πολιτική. Είναι αυτό που σχηματοποιήθηκε ως κατ’ ιδίαν ομολογία ότι «κάνουμε τη λάντζα του κράτους». Θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά;
Νομίζουμε πως δεν μπορεί να αμφισβητηθεί το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, εντός της δύσκολης μνημονιακής συγκυρίας, ενίσχυσε τη διαλεκτική με το «κίνημα φιλοξενίας» και μέχρι τώρα έχει βγει πολιτικά κερδισμένος. Και χωρίς να επιβαρυνθούν πολύ τα κρατικά ταμεία, μόλις 0,4% του ΑΕΠ. Ας μην ξεχνάμε τις πολλαπλές συζεύξεις που είχε ως κόμμα-των-τάσεων με το κίνημα υπεράσπισης μεταναστών και προσφύγων για πάρα πολλά χρόνια, οι οποίες και του επιτρέψαν να αποκαταστήσει διαύλους με το τρέχον ανταγωνιστικό κίνημα. Τι άλλο επέτρεψε την εμφάνιση αυτού του μαζικού και από-τα-κάτω φαινομένου παροχής υλικής στήριξης προς τους πρόσφυγες αν όχι η ενεργοποίηση αυτής της διαλεκτικής από την πρώτη-φορά-αριστερά;
Αυτή η εξέλιξη αποδεικνύει, και σε αυτό το επίπεδο, ότι το ελληνικό κράτος δεν υπήρξε πολιτικά απροετοίμαστο για τις λεγόμενες «μεταναστευτικές ροές»: ας θυμηθούμε τα χαρτιά εξόδου από τη χώρα που παρείχε η κυβέρνηση Σαμαρά στους πρώτους Σύριους πρόσφυγες που είχαν κάνει κατάληψη στην πλατεία συντάγματος την άνοιξη του 2014. Πόσο μάλλον όταν μιλάμε για το έμπειρο στελεχιακό δυναμικό του ΣΥΡΙΖΑ. Ας σκεφτούμε μόνο ποιος είναι ο Μουζάλας. Οπότε, το ερώτημα δεν είναι μόνο «πού βρέθηκε όλη η αυτή η φιλόξενη διάθεση των ντόπιων» ανά την Ελλάδα, αλλά κυρίως γιατί το κράτος την άφησε να εξελιχθεί και να απλωθεί. Μακριά από αντιλήψεις που θέλουν παρουσιάσουν το τωρινό κυβερνόν κόμμα ως «εχθρό της κοινωνίας», τα σύγχρονα επιτελεία παρακολουθούν προσεκτικά τις εξελίξεις στο πεδίο και προσδοκούν να διδαχθούν από αυτές με στόχο και τη βέλτιστη αλληλεπίδραση. Ζητούμενο δεν είναι η καταστολή αλλά η ρύθμιση. Ή καλύτερα, η ΜΚΟποίηση του συνόλου της αλληλεπίδρασης με τους πρόσφυγες, ειδικά από τη στιγμή που θεωρήθηκε ότι είναι η διαχείριση του λεγόμενου «μεταναστευτικού» αυτή που αφορά και μπορεί να αντιμετωπιστεί από τις «δυνάμεις της αυτοοργάνωσης» και όχι η αμφισβήτηση της ίδιας της δόμησης του μεταναστευτικού ως πρόβλημα.
Δεν μπορούμε να σκεφτούμε κάποια άλλη στιγμή στην ιστορία του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού που οι ΜΚΟ να επέδρασαν σε τέτοιο βαθμό στις κοινωνικές εξελίξεις. Είναι αυτό λόγος να παραμελείται η ιστορία τους ως ήττα των λεγόμενων «νέων κινημάτων» ανά την Ευρώπη; Οπωσδήποτε όχι, αν και μακριά από μας ελιτίστικες διακηρύξεις. Είναι ανώφελο να προχωρήσουμε σε ορισμούς του τι είναι μια ΜΚΟ και να διεξαχθεί η συζήτηση αποκλειστικά σε αυτό το επίπεδο. Παρόλα αυτά, είμαστε σε θέση να υποστηρίξουμε ότι σε μεγάλο βαθμό η έκφραση του κινήματος αλληλεγγύης μέχρι τώρα καθορίστηκε από τη νόρμα της δράσης των ΜΚΟ, και ασφαλέστερος δείκτης επ’ αυτού είναι η υποχώρηση των ριζοσπαστικών περιεχομένων του πρόσφατου παρελθόντος (π.χ. να κλείσουν τα κέντρα κράτησης, φωτιά στα σύνορα), η αδυναμία αυτά να εκφραστούν δημόσια (παρά μόνο με ελάχιστες εξαιρέσεις, εξ όσων γνωρίζουμε) ή η αδυναμία να αντιπαρατεθούμε με την κρατική πολιτική στον δρόμο (όπως π.χ. κατά την αργή αλλά εκβιαστική εκκένωση της Ειδομένης). Είναι ίσως καιρός να στοχοποιήσουμε τις ΜΚΟ και την κινηματική αίγλη που τις περιβάλλει, και να τις αποκαλύψουμε ως αυτό που είναι: βραχίονες μιας διεθνοποιημένης κρατικής διαχείρισης καταστάσεων έκτακτης ανάγκης.
Παρόλα αυτά, εκτιμούμε πως εκφράστηκαν ανταγωνιστικές διαθέσεις κι αυτές αποτυπώθηκαν στον δημόσιο χώρο κατεξοχήν μέσω των καταλήψεων στέγης -αλλά όχι μόνο κι όχι αποκλειστικά- οι οποίες και αποτελούν ήδη, παρόλα τα προβλήματα και τα όριά τους, κοινά πεδία αγώνα μεταξύ μεταναστών κι αλληλέγγυων. Σε αυτά τα πεδία, η συνάντηση παράγεται στη βάση της αμφισβήτησης συγκεκριμένων κοινωνικών σχέσεων, στην περίπτωση αυτή όχι μόνο των σχέσεων ιδιοκτησίας αλλά και του μονοπωλίου του κράτους στην αναπαραγωγή των σωμάτων των μεταναστών. Αυτός παρεμπιπτόντως υπήρξε κι ο βασικός λόγος που χτυπήθηκαν ορισμένες πρωτοβουλίες αλληλεγγύης, κυρίως στα νησιά, οι οποίες επιδίωξαν να αναπτύξουν σχέσεις διαρκείας με αγωνιζόμενους μετανάστες. Υπό αυτή την έννοια, έχει μεγάλη σημασία η εκκένωση της κατάληψης του πρώην Εργατικού Κέντρου Μυτιλήνης από το ΠΑΜΕ το περασμένο φθινόπωρο, μιας και υποδεικνύει το ασυμφιλίωτο της οργανωμένης εργατικής τάξης με τις αυτόνομες ανταγωνιστικές κινήσεις των μεταναστών. Προς το παρόν. Το κίνημα καταλήψεων στέγης στην Ευρώπη μπορεί να αποτελέσει πεδίο άντλησης συμπερασμάτων για κάθε ανταγωνιστική χρήση. Σε κάθε περίπτωση η, καθόλου εύκολη, κοινή πάλη με τους μετανάστες περνάει από την αμφισβήτηση της υποβίβασής τους σε β’ κατηγορίας εργασιακή δύναμη/πολίτες όπως συνεπάγεται π.χ. ο εγκλωβισμός της ικανοποίησης των αναγκών τους με παροχές σε είδος κι η συνακόλουθη εξάρτησή τους από τους εκάστοτε παροχείς. Ίσως πρέπει να σπάσει η απαγόρευση της παροχής βοήθειας προς αυτούς με τη μορφή χρήματος.
Και κάτι για το τέλος: χρειάζεται να διαχυθεί ανάμεσά μας η πολιτική κουλτούρα του δημόσιας συζήτησης, του απολογισμού και της αυτοκριτικής αυτών που κάνουμε. Σύντομα θα δημοσιεύσουμε ένα κείμενο που αφορά τον συνοπτικό απολογισμό ενός συνεδρίου σχετικά με μετανάστες, πρόσφυγες κι αλληλέγγυους που έγινε στο Πότσδαμ της Γερμανίας τον περασμένο Νοέμβριο. Είναι αναγκαίο για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε να κινούμαστε ενάντια στο υπάρχον, ειδικά μάλιστα τώρα που τα κέντρα κράτησης ήρθαν για να μείνουν και ενδεχομένως να εμφανιστούν νέες ευκαιρίες συνάντησης με αυτά τα υποκείμενα αγώνα, ας μην το ξεχνάμε.
Κλείνουμε με ένα απόσπασμα από το ιδιαίτερα χρήσιμο βιβλίο Αυτονομίες και Χειραφετήσεις του Ραούλ Ζιμπέκι, που αναφέρεται στην κινηματική εμπειρία της Λατινικής Αμερικής:
«Από αυτή την εμπειρία [του κινήματος των καταλήψεων αστικών εκτάσεων] πιστεύω ότι μπορούμε να αντλήσουμε δυο άκρως επίκαιρα διδάγματα. Το πρώτο είναι ότι τα κινήματα που θα ονομάσω «κοινοτικά», ελλείψει κάποιου καλύτερου όρου (αυτά δηλαδή που εκφράζουν την κοινή θέληση ενός εδαφικοποιημένου κοινωνικού υποκειμένου), δεν μπορούν να ηττηθούν από την καταστολή -όσο τρομακτική κι αν είναι- εκτός κι αν υπάρξει μαζική φυσική εξόντωση των μελών τους. Το δεύτερο δίδαγμα είναι ότι την ήττα προάγει αυτό που συνήθως αποκαλείται «αριστερά», το σύνολο δηλαδή των επαγγελματιών, ΜΚΟ, κομμάτων που αναλαμβάνουν να εξημερώσουν και να διασπάσουν το κίνημα. Ένα τρίτο δίδαγμα είναι ότι για να γίνει αυτό εφικτό θα πρέπει να αφομοιωθούν ή να καμφθούν τα ατομικά ή συλλογικά «σημεία αναφοράς» των κινημάτων».
Σημειώσεις:
- Μην ξεχνάμε βέβαια τα προηγούμενα κύματα αυτών των μεταναστευτικών ροών τα περασμένα χρόνια, με πολλούς από τους μετανάστες να καταλήγουν πνιγμένοι στον υδάτινο τάφο του βυθού της Μεσογείου σε διάφορα ναυάγια. Από το 2014 έως και σήμερα, έχουν πεθάνει στην Μεσόγειο περισσότεροι από 10.000 μετανάστες που προσπαθούσαν να έρθουν στην Ευρώπη.
- Το τελευταίο διάστημα έχει υπάρξει μια μικρή αύξηση των μεταναστευτικών ροών από τη Τουρκία προς την Ελλάδα καθώς η συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας φαίνεται να καταρρέει. Μένει να φανεί το εάν εν τέλει η συμφωνία θα συνεχιστεί.
- Να σημειώσουμε ότι παρόλο το γεγονός της σχετικής αποτράβηξης της ΧΑ από το πεδίο του ακτιβισμού ύστερα από τα γεγονότα της δολοφονίας του Παύλου “Killah P” Φύσσα, τόσο η ίδια όσο και κάθε λογής ασπόνδυλα έχουν πραγματοποιήσει από διαμαρτυρίες σε δημοτικά συμβούλια έως και πογκρόμ «μικρής κλίμακας» σε μετανάστες ανά την επικράτεια. Όμως, η στάση της απέναντι σε όσα συμβαίνουν είναι αρκετά ήπια σε σχέση με όσα θα μπορούσε να πράξει. Η ΧΑ δεν διατίθεται (ή καλύτερα, δεν της ανατέθηκε) να παίξει κάποιον πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαχείριση των μεταναστών τη τρέχουσα περίοδο.
- Σ’ αυτό το σημείο αξίζει να σημειώσουμε ότι όταν την άνοιξη του «μακρινού» 2012 που άνοιξε το κέντρο κράτησης στην Αμυγδαλέζα, η κυβέρνηση Σαμαρά το διαφήμιζε ως «κέντρο φιλοξενίας μεταναστών» μέσω των δηλώσεων του τότε υπουργού Δημόσιας Τάξης Μιχάλη Χρυσοχοΐδη. Οπότε, η ρητορεία περί «φιλοξενίας» μεταναστών σε ειδικά διαμορφωμένα κέντρα δεν αποτελεί πρωτοτυπία της τωρινής κυβέρνησης, ούτε πρέπει να μας προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι οι ανοιχτές δομές φιλοξενίας μετατρέπονται σε κλειστές. Επίσης, ενώ μπορεί η δημιουργία όλων αυτών των στρατοπέδων συγκέντρωσης να φαίνεται ξαφνική, να υπενθυμίσουμε ότι ήδη από το 2014 η κυβέρνηση Σαμάρα σχεδίαζε την ανέγερση τουλάχιστον δύο ακόμη, και μάλιστα εντός Αττικής: το ένα στις παλιές εγκαταστάσεις του ΟΑΕΔ στη λεωφόρο Σχιστού Σκαραμαγκά (τελικά ο ΣΥΡΙΖΑ το δημιούργησε στο στρατόπεδο Στεφανάκη σε απόσταση 2,4 χιλιομέτρων από τον σχεδιασμό της ΝΔ) και το άλλο στο παλιό Λοιμωδών στην Αγία Βαρβάρα (όπου, τουλάχιστον προς το παρών, δεν έχει δημιουργηθεί τελικά κάποιο κέντρο κράτησης).
- Να σημειώσουμε εδώ ότι καθώς οι λεγόμενες δομές φιλοξενίας «κλείνουν» και ο στρατός κι οι επίσημες ΜΚΟ αναλαμβάνουν όλο και μεγαλύτερο μέρος της αναπαραγωγής των μεταναστών εντός τους, έχει υποχωρήσει κι η φιλανθρωπική συλλογή αγαθών για τους πρόσφυγες. Οι υπόλοιποι θεσμικοί φορείς σταματήσαν επειδή τώρα «επιτέλους βρέθηκε» ο κατάλληλος θεσμός για να αναλάβει τη σίτιση των μεταναστών οπότε δεν είναι πλέον δική τους αρμοδιότητα. Οι ανεξάρτητοι φορείς επειδή πλέον τους απαγορεύεται η είσοδος στα κέντρα κι η επικοινωνία με τους μετανάστες.
- Η ασφάλισή τους θα γίνεται μέσω εργόσημου του ΟΓΑ, το οποίο αποτελεί τρόπο πληρωμής κι ασφάλισης των εργατών γης. Ο εργοδότης αγοράζει το εργόσημο από τον φορέα έκδοσης των εργοσήμων (ΕΛΤΑ ή τράπεζες), και το παραδίδει εν είδει μισθού στον εργάτη. Εκείνος με τη σειρά του το επιστρέφει στον φορέα έκδοσης, ο οποίος του δίνει το 90% της αναγραφόμενης αξίας του εργόσημου, ενώ το υπόλοιπο 10% παρακρατείται ως ασφαλιστική εισφορά προς τον ΟΓΑ.
- Σε άρθρο του Άγγελου Συρίγου στην Καθημερινή στις 6/9/2015 με τίτλο «Τι κάνουμε με το μεταναστευτικό τώρα;» αναφερόταν: «Επίσης, θα χρειαστεί η ρύθμιση του καθεστώτος προσωρινής διαμονής αυτών [των μεταναστών] που θα έχουν εγκλωβισθεί στη χώρα μας έως ότου καταστεί η απομάκρυνσή τους εφικτή (νόμος 3907/2011). Μπορούμε να αξιοποιήσουμε προσωρινά το εν λόγω εργατικό δυναμικό σε τομείς απασχόλησης όπου υπάρχει ζήτηση (πχ εποχιακή εργασία στη γεωργία ή την κτηνοτροφία) σε συγκεκριμένες περιοχές της χώρας».