Συγκέντρωση Αλληλεγγύης – Δικαστήρια Ευελπίδων (κτήριο 9) – Παρασκευή 17/2, 09:00
το κείμενο κείμενο του αυτοδιαχειριζόμενου στεκιού
Άνω- Κάτω Πατησίων, για κατέβασμα: pdf link
ΠΟΙΩΝ Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΤΟ ΔΙΚΙΟ ΘΑ ΔΙΚΑΣΕΙ;
ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ στα ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΕΥΕΛΠΙΔΩΝ την ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 17/2 – 9.00
Στις 17 Φλεβάρη 2017 δυο σύντροφοί μας δικάζονται για μια συμπλοκή που έλαβε χώρα, στις γειτονιές μας στα Κάτω Πατήσια, μεταξύ μιας δράκας νεοναζί της Χρυσής Αυγής που μοίραζαν την κωλοφυλλάδα τους και μιας μηχανοκίνητης ομάδας αντιεξουσιαστών που κατευθυνόντουσαν στο Χαϊδάρι για να διαδηλώσουν για τις τέσσερις δολοφονίες των εργατών Χ. Δευτεραίου, Ρ. Ντελιλάι, Α. Αβραμπού και Κ. Μαγγούρα και το σοβαρό τραυματισμό άλλων δύο στα Ελληνικά Πετρέλαια (ΕΛ.ΠΕ). Δολοφονίες που πλασάρονται από τα αφεντικά και τους δημοσιογράφους ως «εργατικά ατυχήματα».
Δικάζονται από μια δικαιοσύνη που αθωώνει επανειλημμένα δολοφόνους εργατών, μια δικαιοσύνη που κλείνει τα μάτια στη στυγνή εκμετάλλευση της εργασίας μας από το βρικόλακα του κεφαλαίου, που φυλακίζει κατά κόρον τους φτωχούς, τους αποκλεισμένους και τους αγωνιστές. Αυτή η ταξική δικαιοσύνη είναι που θα δικάσει τους συντρόφους μας, τη στιγμή που φασίστες σαν τον Πέτρο Περράκη, που πρωτοστάτησε στη συμπλοκή των Κάτω Πατησίων, τράβηξε πιστόλι και πυροβόλησε 7 φορές, όχι μόνο δεν κατηγορείται, αλλά ούτε καν καλείται ως μάρτυρας στη δίκη.
Ο φασίστας Π. Περράκης, μετά το περιστατικό στα Κάτω Πατήσια, καταθέτει πως “είναι έμμισθος φρουρός στα γραφεία της Χρυσής Αυγής στην Οδό Δηλιγιάννη […] αποσπασμένος από τον ΟΣΥ”, (!) τον φορέα των αστικών συγκοινωνιών. Ένας ένοπλος φρουρός δηλαδή διορισμένος πρώτα στο δημόσιο, που συνοδεύει το φασιστικό κόμμα στις εξορμήσεις, βγάζει όπλο και πυροβολεί επιθετικά και κατά βούληση. Ο συγκεκριμένος φασίστας δεν είναι τυχαίος. Έχει βγάλει ξανά το κουμπούρι του εναντίον αντιφασιστών, που πραγματοποιούσαν παρέμβαση στα γραφεία της Χρυσής Αυγής, στον σταθμό Λαρίσης.
Ναι είναι αλήθεια, εκείνο το πρωινό της 13 Ιούνη του 2015 στα Κάτω Πατήσια, οι σύντροφοι μας υπερασπίστηκαν τη σωματική τους ακεραιότητα και την πολιτική τους παρουσία στον δρόμο. Για αυτό δικάζονται. Την ίδια στιγμή που αυτό το ξέπλυμα νομοθετών, εισαγγελέων, δικαστών και λοιπών παρατρεχάμενων που κάποιοι επιμένουν να ονομάζουν «δικαιοσύνη», όχι μόνο αφήνει προκλητικά ελεύθερο τον πιστολέρο φασίστα Περράκη, αλλά του επιστρέφει και το όπλο, ύστερα από αίτηση όπου λέει πως το χρειάζεται για να πυροβολεί, «αναρχικούς, αντιεξουσιαστές και τρομοκράτες».
Αν η δικαιοσύνη, είναι αυτή που αφήνει ελεύθερους χωρίς καμία δίωξη χρυσαγίτες έμμισθους φρουρούς που πυροβολούν με το έτσι θέλω˙ αν είναι αυτή που μετά τις τέσσερις δολοφονίες των εργατών στα ΕΛΠΕ επέλεξε να αθωώσει τους υπεύθυνους˙ αν είναι αυτή που καταδικάζει φτωχούς ανθρώπους για χρέη, που υπερασπίζεται εν τέλει την τάξη των αφεντικών και την εξουσία τους, τότε εμείς είμαστε πανηγυρικά απέναντι της. Απέναντι στη δικαιοσύνη και στο κράτος που υπηρετεί, όποια προβιά κι αν έχει αυτό –ακροδεξιά ή αριστερή-, το κράτος που φυλακίζει τους μετανάστες σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και διατηρεί σαν εφεδρεία τους φασίστες, είτε ως τάγματα εφόδου, είτε απλά για να ξεπλένει το δημοκρατικό του πρόσωπο. Που μία φορά φυλακίζει τους φασίστες και δύο χιλιάδες φορές τους αφήνει ελεύθερους και συνομιλεί μαζί τους. Να ποιανού η δικαιοσύνη λοιπόν και ποιανού το δίκιο στέκεται απέναντι στους δύο συντρόφους μας, αυτή που μιλάει για διατάραξη κοινής ειρήνης τη στιγμή που εμείς μιλάμε για ανθρώπινες ζωές.
Το αντιφασιστικό κίνημα όμως δεν έχει κοντή μνήμη ούτε νωθρά αντανακλαστικά. Από την Ξάνθη ως την Κρήτη, από τη Μυτιλήνη ως το Αγρίνιο στέκεται απέναντι στους φασίστες, στα μαντρόσκυλα των αφεντικών, αυτούς που δολοφονούν μετανάστες εργάτες, που στήνουν εργοδοτικά σωματεία με μεροκάματα ξεφτίλας και εκβιαστικά κυκλώματα, επιτίθενται σε συνδικαλιστές και υπερασπίζονται τους εφοπλιστές. Το κίνημα μας τους χτυπάει όπου τους βρει, τους κατατροπώνει ακόμα κι όταν οι μπάτσοι είναι μαζί τους, ακυρώνει φιέστες και εγκαίνια παρά τη σωρεία καταδικαστικών αποφάσεων σε αντιφασίστες. Στον ίδιο δρόμο βαδίζουμε κι εμείς και οι δύο σύντροφοί μας, οργανωνόμαστε και αγωνιζόμαστε κόντρα σ’ όλους αυτούς που μας σκοτώνουν στη δουλειά μεταφορικά και κυριολεκτικά, δε σταματάμε να παλεύουμε για το δίκιο μας και να κάνουμε το χρέος μας απέναντι στους σύγχρονους ταγματασφαλίτες και απόγονους των ναζί.
ΕΛΑΤΕ ΜΕ ΠΙΣΤΟΛΙΑ, ΕΛΑΤΕ ΜΕ ΜΑΧΑΙΡΙΑ, ΦΑΣΙΣΤΕΣ ΘΑ ΣΑΣ ΣΠΑΣΟΥΜΕ ΤΑ ΠΟΔΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΧΕΡΙΑ
ΜΠΑΤΣΟΙ – ΔΙΚΑΣΤΕΣ, ΚΑΤΩ ΤΑ ΞΕΡΑ ΣΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΔΥΟ ΑΝΤΙΦΑΣΙΣΤΕΣ ΣΥΝΤΡΟΦΟΥΣ ΜΑΣ
Για την ιστορία, ο Πέτρος Περράκης ήταν ο πρώτος που επιτέθηκε, τράβηξε πιστόλι, απείλησε και σημάδεψε παρατεταμένα τους συντρόφους μας, πυροβολώντας τελικά εφτά φορές στον αέρα. Αφότου η επίθεση των χρυσαυγιτών αναχαιτίστηκε, οι σύντροφοι αποχώρησαν συγκροτημένα για να συνεχίσουν την πορεία τους προς τα Ελ.Πε. Λίγο πιο κάτω όμως, δυνάμεις τις αστυνομίας σταμάτησαν και προσήγαγαν δεκατέσσερις συντρόφους/ισσες, κάποιοι από τους οποίους βρίσκονταν και στη συμπλοκή στα Κάτω Πατήσια. Οδηγήθηκαν στην γενική αστυνομική διεύθυνση Αθήνας (γαδα) και μετά από 6-ωρη κράτηση, οι δύο από τις δεκατέσσερις προσαγωγές μετατράπηκαν σε συλλήψεις. Κατά τη διάρκεια κράτησης των συντρόφων στη γαδα, η μοτοπορεία που είχε καλεστεί από τη «Σύμπραξη Αναρχικών/Αντιεξουσιαστών ενάντια στην ταξική ειρήνη» προς τα ΕΛΠΕ ξεκίνησε, αλλά στον Ασπρόπυργο χτυπήθηκε. Στο ύψος των γραφείων της Χρυσής Αυγής, νεοναζί που εξορμούσαν μέσα από τις γραμμές των δυνάμεων καταστολής, επιτέθηκαν στη μέση της μοτοπορείας με πέτρες και σιδερόβεργες. Η επίθεση των ναζί αναχαιτίστηκε αλλά την ίδια στιγμή τα ΜΑΤ επιδόθηκαν σε ένα όργιο βίας εναντίον των διαδηλωτών. Δυο εβδομάδες μετά από αυτά τα γεγονότα, το αυτοδιαχειριζόμενο στέκι Άνω-Κάτω Πατησίων και η ομάδα «αναρχικοί και κομμουνιστές από τις γειτονιές της Κυψέλης και του Γκύζη» διοργάνωσαν πορεία στις γειτονιές των Πατησίων με τη συμμετοχή περίπου 500 ατόμων.
Φλεβάρης 2017, Αυτοδιαχειριζόμενο στέκι Άνω-Κάτω Πατησίων
Όλη η πόλη μαγαζί, όλο το άλσος γήπεδο
Αυτές τις μέρες μοιράστηκαν χιλιάδες κείμενα και κολλήθηκαν εκατοντάδες αφίσες στην πόλη.
Όλη η πόλη μαγαζί, όλο το άλσος γήπεδο
Πάνε τρία χρόνια από τότε που παρουσιάστηκε από τη Δικέφαλος 1924 ΑΕ το σχέδιο για το νέο γήπεδο στη Νέα Φιλαδέλφεια, αλλά και ορίστηκε η κατεύθυνση προς την οποία πρέπει να κινηθεί η ζωή σ’ αυτή την πόλη για να υπηρετήσει τους “αναπτυξιακούς” σκοπούς αυτής της “επένδυσης”.
Από τότε η Νέα Φιλαδέλφεια αλλάζει προς το χειρότερο, μόνο και μόνο στην ιδέα μιας “Αγιά-Σοφιάς” μεγαλύτερης σε στρέμματα κι απ’ το Κολοσσαίο της Ρώμης. Καφετέριες και κέντρα διασκέδασης φυτρώνουν σαν μανιτάρια, διεκδικώντας και κερδίζοντας ολοένα και περισσότερο χώρο μέσα στην πόλη. Σουβλατζίδικα, εναλλακτικά και μοντέρνα καταστήματα εστίασης με πληθώρα τοπικών και διεθνών κουζινών ανοίγουν συνεχώς, βασίζοντας την οικονομική επιτυχία των αφεντικών τους σε απαράδεκτες εργασιακές συνθήκες, σε ατελείωτες ώρες εργασίας και μισθούς πείνας. Ο δημόσιος χώρος γεμίζει με τραπεζοκαθίσματα και η κεντρική πλατεία Πατριάρχου κατακλύζεται απ’ τα σκουπίδια των μαγαζιών, τα οποία ο δήμος δηλώνει πως αδυνατεί να διαχειριστεί. Οι δρόμοι του κέντρου της πόλης έχουν μετατραπεί σε ένα απέραντο πάρκινγκ, ενώ πεζόδρομοι και πεζούλια έχουν γίνει προέκταση των καταστημάτων: ο δημόσιος χώρος αλλάζει με γοργούς ρυθμούς, προσαρμοζόμενος στα νέα δεδομένα.
Πώς να πουλήσετε μια πόλη
Ακόμα και χωρίς “Αγιά-Σοφιά”, δουλεύει το λεγόμενο place branding: πρόκειται για έναν τομέα του επιστημονικού μάρκετινγκ, πλούσιο σε δημοσιεύσεις και βιβλιογραφία την τελευταία εικοσαετία. Το place branding είναι μια συνέχεια της ιδέας του γνωστού εμπορικού branding, αλλά τοποθετημένο στο χώρο. Το εμπορικό branding προσπαθεί να χτίσει μια ιδεολογία γύρω από ένα σύνολο εμπορικών προϊόντων, τα οποία γίνονται φορείς ανθρώπινων ιδιοτήτων, οι οποίες “μεταβιβάζονται” στους καταναλωτές κατά τη διαδικασία αγοράς-κατανάλωσης. Έτσι, φορώντας τα τάδε παπούτσια της τάδε εταιρείας μπορείς να νιώθεις αρκετά ικανή ώστε να “just do it”, ακόμη κι αν τα πόδια σου δεν σε κρατάνε για να τρέξεις μετά τη δουλειά, να είσαι “πρωταθλητής” υποστηρίζοντας τη δείνα αθλητική ομάδα, ακόμη κι αν το αφεντικό σε κάνει ξεφτίλα καθημερινώς ή και να “keep walking” ακόμη κι αν έχεις καρφωθεί με το αυτοκίνητο σε καμιά κολόνα, μετά τα ποτάκια του Σαββατόβραδου στον πεζόδρομο της Σάρδεων.
Το place branding επεκτείνει την ιδέα του branding σε μια γεωγραφική περιοχή, μετατρέποντας την ίδια την περιοχή σε προϊόν προς κατανάλωση. Αυτή η μετατροπή βασίζεται σε ένα σύνολο ιδεών, χρηματοδοτήσεων και νομικών ρυθμίσεων, που δημιουργούν μια φαντασιακή κοινότητα με εξίσου φαντασιακά χαρακτηριστικά. Η ιστορία κάθε τόπου ακρωτηριάζεται και αναδομείται, ώστε να λειτουργεί ως περιτύλιγμα για οτιδήποτε τα αφεντικά αυτού του τόπου θέλουν να πουλήσουν. Οι επαγγελματίες του place branding κατασκευάζουν μια επιλεκτική αφήγηση για την ιστορία και προβάλουν την “ιστορική κληρονομιά” που τους βολεύει, ενώ ταυτόχρονα συσκοτίζουν τα αυθεντικά στοιχεία μνήμης ενός τόπου και την πραγματικότητά του, εκτός κι αν η επίκληση κάποιου απ’ αυτά τυχαίνει να εξυπηρετεί το πλάνο. Η νέα ταυτότητα δεν έχει ως αφετηρία την αυθεντική καθημερινότητα της πόλης (όποια κι αν είναι αυτή), αλλά μια προσχεδιασμένη με όρους marketing εικόνα βιτρίνας, που εισάγει τον τόπο ως προϊόν στην αρένα του ανταγωνισμού του εγχώριου ή και του διεθνούς καπιταλισμού.
Στο πετυχημένο place branding, το προϊόν “πόλη” προωθείται απ’ τους ίδιους τους κατοίκους της, που καλούνται να παίξουν το ρόλο του καθημερινού διαφημιστή, την ώρα που καταναλώνουν ασταμάτητα. Ο ελλαδικός χώρος, και ειδικότερα η πόλη της Αθήνας, έχουν πρόσφατη και πικρή εμπειρία μιας τέτοιας πλάνης – απ’ την οποία κάτι λίγοι βγήκαν πλουσιότεροι και οι περισσότεροι φτωχότεροι, τόσο με αυστηρά οικονομικούς όρους, όσο και με ευρύτερα κοινωνικούς. Αναφερόμαστε φυσικά στην Ολυμπιάδα του 2004, που πλαισίωσε το “εκσυγχρονιστικό όραμα” Σημίτη, απ’ το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’90, και μας έφερε στα όμορφα που είμαστε σήμερα. Η αφήγηση είχε βέβαια κλαδιά ελιάς και αρχαίο πνεύμα αθάνατο, ελληνική μαγκιά, υπεροψία για τον οικονομικό και γεωπολιτικό ρόλο της χώρας στα Βαλκάνια και την ανατολική Μεσόγειο και μια ατομικιστική αισιοδοξία που δεν ευοδώθηκε και σήμερα μπορούμε πια να την προσεγγίζουμε με πικρό μαύρο χιούμορ. Ήταν μεγάλο το μέρος της ελληνικής κοινωνίας που έγινε φορέας της παραπάνω ιδεολογίας και υιοθέτησε ένα φάσμα συμπεριφορών που ξεκινούσε απ’ την εθελοντική εργασία για συμφέροντα πολυεθνικών και κατέληγε στις πετσέτες παραλίας με τον Φοίβο και την Αθηνά…
Η Αθήνα τη νύχτα
Κατά κανόνα, τις τελευταίες δεκαετίες μια διαδικασία place branding “ανεβάζει” και “κατεβάζει” τις περιοχές που λαμβάνει χώρα η θρυλική νυχτερινή ζωή της πρωτεύουσας. Έχουμε δει τα συντρίμμια που αφήνουν πίσω τους οι χαρούμενοι Αθηναίοι σε περιοχές όπως του Ψυρρή (άλλοτε εμποροβιοτεχνικό κέντρο της πόλης, που μετατράπηκε πριν μια δεκαπενταετία σε “must” προορισμό των εναλλακτικών και mainstream πληθών), το Γκάζι (άλλοτε εργατική γειτονιά με έντονη παρουσία καταπιεσμένων κοινωνικών ομάδων, όπως οι τσιγγάνοι και η μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης, που μετά και τη λειτουργία του μετρό μεταμορφώθηκε σε προορισμό όλων των “φυλών” της αθηναϊκής νύχτας), τα Πετράλωνα (όπου οι αγωνιζόμενοι κάτοικοι αντιμετωπίστηκαν από τη μαφία ακόμη και με εμπρησμούς σπιτιών), το Κουκάκι, το Μπουρνάζι και αναρίθμητες άλλες, καθώς η γενικευμένη αλλοτρίωση των εργαζόμενων καταναλωτών ξοδεύει όλες τις πιάτσες του nightlife σε χρόνο dt.
Εδώ μόνο ΑΕΚ
Σήμερα, η Νέα Φιλαδέλφεια είναι σε περίοδο “ανόδου”. Το γεγονός αυτό πιστοποιούν τα επανειλημμένα αφιερώματα των free press εντύπων, η πίεση για άρση των νομικών περιορισμών που προστατεύουν τον προσφυγικό συνοικισμό, το αγκάλιασμα της “επιχειρηματικότητας” από τη δημοτική αρχή και, βεβαίως, μια απλή βόλτα στο κέντρο της πόλης.
Σ’ αυτή την προσπάθεια θεμελίωσης του προϊόντος “Νέα Φιλαδέλφεια”, είναι καίριο να επινοηθεί και να προπαγανδιστεί μια συνοπτική, συνεκτική και κατά το δυνατόν απλή (ως και απλοϊκή) ταυτότητα. Εδώ και τρία χρόνια, με συστηματικές προσπάθειες διαφόρων δυνάμεων εντός κι εκτός πόλης, η ταυτότητα αυτή συνοψίζεται σε τρεις λέξεις, τις οποίες κανείς δεν πρέπει να θέτει σε αμφισβήτηση: “ΕΔΩ ΜΟΝΟ ΑΕΚ”. Η ζωή και η ιστορία της προσφυγικής γειτονιάς μπαίνουν κάτω από τα στοργικά φτερά του δικέφαλου αετού. Οι κάτοικοι της Νέας Φιλαδέλφειας ή θα πρέπει να αντιλαμβάνονται την πόλη τυλιγμένη σε κιτρινόμαυρη λαδόκολλα (Κωνσταντινούπολη – “Αγιά Σοφιά” – Κεμπάπ) ή θα θεωρούνται “αλλόθρησκοι” κι “αντιφρονούντες” και θα κυνηγιούνται. Ή θα φας σουβλάκια ή ξύλο.
Ευχαριστούμε, δεν τσιμπάμε
Τις γειτονιές μας δεν τις χαρίζουμε στον κάθε επενδυτή που μας βλέπει μόνο σαν καταναλωτές ή φθηνούς εργάτες. Αντί να αφομοιώνουμε και να αναπαράγουμε τις ιδέες των αφεντικών περί ανάπτυξης (του δικού τους κέρδους), οργανώνουμε στο εδώ και στο τώρα τις δικές μας δομές και αντιστάσεις απέναντι στην κυριαρχία, με βάση τις αντιαναπτυξιακές αρχές της αλληλεγγύης, της ελευθερίας και της αυτοοργάνωσης.
Και λέμε αντιαναπτυξιακές, διότι δεν έχουμε κανένα λόγο να στηρίζουμε και να επιδιώκουμε την οικονομική ανάπτυξη, όπως την εννοούν τα μεγάλα και μικρά αφεντικά: ως μεγέθυνση, δηλαδή, της κερδοφορίας των επιχειρήσεων κάθε μεγέθους και ως υπερεκμετάλλευση της γης, ειδικά της αστικής, σε ύψος, βάθος και πυκνότητα. Ειδικότερα η κινητικότητα του τομέα της εστίασης στη Νέα Φιλαδέλφεια δεν ωφελεί κανέναν, σε οποιοδήποτε επίπεδο, εκτός απ’ τους ίδιους τους μαγαζάτορες. Κατά τ’ άλλα, το περιβάλλον υποβαθμίζεται, ο δήμος και η περιφέρεια κατευθύνουν δημόσιο χρήμα στην κάλυψη των αναγκών αυτού του επιχειρηματικού τομέα, η κατοικία απωθείται απ’ το κέντρο της πόλης, ο πολύπαθος προσφυγικός συνοικισμός κινδυνεύει να χαθεί για πάντα κάτω απ’ τον οδοστρωτήρα της νυχτερινής ζωής. Λίγο παραπέρα, ο δήμος προωθεί την εμπορική αξιοποίηση του άλσους, με τη σχεδιαζόμενη ανοικοδόμηση του νέου Κενταύρου.
Η αποδοχή μιας τέτοιας προοπτικής (ή έστω η ανοχή απέναντί της) απ’ τη μεριά ορισμένων κατοίκων της πόλης, βασίζεται σε μια στρεβλή αντίληψη που θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε με την μικρόνοη παροιμία “μάζευε κι ας είν’ και ρόγες”: ο μικροϊδιοκτήτης σκέφτεται την πιθανότητα ενός υψηλού ενοικίου επαγγελματικής στέγης, ο άνεργος σκέφτεται την πιθανότητα ενός έστω χαμηλού μεροκάματου κάπου στη γειτονιά, ο μικροεπιχειρηματίας που δε δραστηριοποιείται στην εστίαση σκέφτεται ότι κάτι θα τσιμπήσει κι αυτός απ’ το πέρασμα των ορδών του Σαββατοκύριακου· όλοι μαζί σκέφτονται τι ωραία που θα περάσουν τη νύχτα του Σαββάτου ως καταναλωτές διασκέδασης. Η πόλη, όμως, σε πείσμα όλων αυτών που θέλουν να ελέγξουν τις ζωές μας, είναι ένα δίκτυο πραγματικών σχέσεων που έχουν προκύψει από τις ανάγκες της ζωής σε αυτή. Η έξωθεν επιβολή των επενδυτών που αντιλαμβάνονται το χώρο, τους ανθρώπους και τις σχέσεις τους ως εμπορεύματα, ζητά στην ουσία την καταστροφή τους. Γι’ αυτό κι εμείς τη βλέπουμε ως εχθρική κίνηση. Αν αφήσουμε τη ζωή στην πόλη, σε κάθε πόλη, να γίνει απλά μια αλληλουχία πράξεων κατανάλωσης, θα έχουμε παραχωρήσει την πρωτοβουλία στους αντικειμενικούς μας εχθρούς. Ας μην τους αφήσουμε!
Να κάνουμε την πόλη ριψοκίνδυνη επένδυση!
Συλλογικό κείμενο από τις
Ανοιχτές Ελευθεριακές Συναντήσεις
στην Κατάληψη Στρούγκα
Φλεβάρης 2017